στιχάδα

στιχάδα
η / στιχάς, -άδος, ΝΑ
νεοελλ.
(για νήσο) αυτή που βρίσκεται κατά μήκος μιας σειράς, σε αντιδιαστολή με τις κυκλάδες, που σχηματίζουν κύκλο
αρχ.
(ποιητ.) στίχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στίχος + επίθημα -άς, -άδος (πρβλ. στιβ-άς[-άδα])].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”